αλφαβητικός
Griego[editar]
αλφαβητικός | |
pronunciación (AFI) | [al.fa.vi.ti.ˈkos] |
transliteraciones | alfavētikós, alfavitikós |
Etimología 1[editar]
Si puedes, incorpórala: ver cómo.
Adjetivo[editar]
Singular | Plural | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
Masc. | Fem. | Neut. | Masc. | Fem. | Neut. | |
Nominativo | αλφαβιτικός | αλφαβιτική | αλφαβιτικό | αλφαβιτικοί | αλφαβιτικές | αλφαβιτικά |
Acusativo | αλφαβιτικό | αλφαβιτική | αλφαβιτικό | αλφαβιτικούς | αλφαβιτικές | αλφαβιτικά |
Genitivo | αλφαβιτικού | αλφαβιτικής | αλφαβιτικού | αλφαβιτικών | αλφαβιτικών | αλφαβιτικών |
Vocativo | αλφαβιτικέ | αλφαβιτική | αλφαβιτικό | αλφαβιτικοί | αλφαβιτικές | αλφαβιτικά |
- 1
- Alfabético.