γενικός
Apariencia
Griego
[editar]γενικός | |
pronunciación (AFI) | [ʝɛ.niˈkɔs] |
Etimología
[editar]Del griego antiguo γενικός.
Adjetivo
[editar]Singular | Plural | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
Masc. | Fem. | Neut. | Masc. | Fem. | Neut. | |
Nominativo | γενικός | γενική | γενικό | γενικοί | γενικές | γενικά |
Acusativo | γενικό | γενική | γενικό | γενικούς | γενικές | γενικά |
Genitivo | γενικού | γενικής | γενικού | γενικών | γενικών | γενικών |
Vocativo | γενικέ | γενική | γενικό | γενικοί | γενικές | γενικά |
- Ejemplo: Αυτή είναι µια εξαίρεση από τον γενικό κανόνα. — Esta es una excepción de la norma general.
- 2
- General, impreciso, común, vago.
- Sinónimos: αόριστος, ασαφής.
- Antónimos: λεπτομερής, συγκεκριμένος.
- Ejemplo: Ο υπουργός έδωσε πολύ γενικές απαντήσεις. — El ministro dio respuestas muy vagas.
Sustantivo masculino
[editar]Locuciones
[editar]- γενική απεργία: huelga general
- γενική πρόβα: ensayo general
- γενικός διευθυντής: director general
- σε γενικές γραμμές: en líneas generales