De Wikcionario, el diccionario libre
Del griego antiguo πληρῶ.
- 1
- Pagar.
Voz Activa |
Tiempos Simples |
Presente |
εγώ | πληρώνω |
εμείς | πληρώνουμε |
εσύ | πληρώνεις |
εσείς | πληρώνετε |
αυτός/-ή/-ό | πληρώνει |
αυτοί/-ές/-ά | πληρώνουν |
|
Imperfecto |
εγώ | πλήρωνα |
εμείς | πληρώναμε |
εσύ | πλήρωνες |
εσείς | πληρώνατε |
αυτός/-ή/-ό | πλήρωνε |
αυτοί/-ές/-ά | πλήρωναν |
|
Pasado |
εγώ | πλήρωσα |
εμείς | πληρώσαμε |
εσύ | πλήρωσες |
εσείς | πληρώσατε |
αυτός/-ή/-ό | πλήρωσε |
αυτοί/-ές/-ά | πλήρωσαν |
|
Futuro Contínuo |
εγώ | θα πληρώνω |
εμείς | θα πληρώνουμε |
εσύ | θα πληρώνεις |
εσείς | θα πληρώνετε |
αυτός/-ή/-ό | θα πληρώνει |
αυτοί/-ές/-ά | θα πληρώνουν |
|
Futuro |
εγώ | θα πληρώσω |
εμείς | θα πληρώσουμε |
εσύ | θα πληρώσεις |
εσείς | θα πληρώσετε |
αυτός/-ή/-ό | θα πληρώσει |
αυτοί/-ές/-ά | θα πληρώσουν |
|
Condicional |
εγώ | θα πλήρωνα |
εμείς | θα πληρώναμε |
εσύ | θα πλήρωνες |
εσείς | θα πληρώνατε |
αυτός/-ή/-ό | θα πλήρωνε |
αυτοί/-ές/-ά | θα πλήρωναν |
|
Subjuntivo |
εγώ | να πληρώσω |
εμείς | να πληρώσουμε |
εσύ | να πληρώσεις |
εσείς | να πληρώσετε |
αυτός/-ή/-ό | να πληρώσει |
αυτοί/-ές/-ά | να πληρώσουν |
|
Imperativo imperfectivo |
εσύ | πλήρωζε |
εσείς | πληρώνετε |
Imperativo perfectivo |
εσύ | πλήρωσε |
εσείς | πληρώστε |
|
Tiempos Compuestos |
Perfecto |
εγώ | έχω πληρώσει |
εμείς | έχουμε πληρώσει |
εσύ | έχεις πληρώσει |
εσείς | έχετε πληρώσει |
αυτός/-ή/-ό | έχει πληρώσει |
αυτοί/-ές/-ά | έχουν πληρώσει |
|
Pluscuamperfecto |
εγώ | είχα πληρώσει |
εμείς | είχαμε πληρώσει |
εσύ | είχες πληρώσει |
εσείς | είχατε πληρώσει |
αυτός/-ή/-ό | είχε πληρώσει |
αυτοί/-ές/-ά | είχαν πληρώσει |
|
Futuro Perfecto |
εγώ | θα έχω πληρώσει |
εμείς | θα έχουμε πληρώσει |
εσύ | θα έχεις πληρώσει |
εσείς | θα έχετε πληρώσει |
αυτός/-ή/-ό | θα έχει πληρώσει |
αυτοί/-ές/-ά | θα έχουν πληρώσει |
|
Voz Pasiva |
Tiempos Simples |
Presente |
εγώ | πληρώνομαι |
εμείς | πληρωνόμαστε |
εσύ | πληρώνεσαι |
εσείς | πληρώνεστε |
αυτός/-ή/-ό | πληρώνεται |
αυτοί/-ές/-ά | πληρώνονται |
|
Imperfecto |
εγώ | πληρωνόμουν(α) |
εμείς | πληρωνόμασταν |
εσύ | πληρωνόσουν(α) |
εσείς | πληρωνόσασταν |
αυτός/-ή/-ό | πληρωνόταν(ε) |
αυτοί/-ές/-ά | πληρωνόντοταν |
|
Pasado |
εγώ | πληρώθηκα |
εμείς | πληρωθήκαμε |
εσύ | πληρώθηκες |
εσείς | πληρωθήκατε |
αυτός/-ή/-ό | πληρώθηκε |
αυτοί/-ές/-ά | πληρώθηκαν |
|
Futuro Continuo |
εγώ | θα πληρώνομαι |
εμείς | θα πληρωνόμαστε |
εσύ | θα πληρώνεσαι |
εσείς | θα πληρωνόσαστε |
αυτός/-ή/-ό | θα πληρώνεται |
αυτοί/-ές/-ά | θα πληρώνονται |
|
Futuro |
εγώ | θα πληρωθώ |
εμείς | θα πληρωθούμε |
εσύ | θα πληρωθείς |
εσείς | θα πληρωθείτε |
αυτός/-ή/-ό | θα πληρωθεί |
αυτοί/-ές/-ά | θα πληρωθούν |
|
Condicional |
εγώ | θα πληρωνόμουν |
εμείς | θα πληρωνόμασταν |
εσύ | θα πληρωνόσουν |
εσείς | θα πληρωνόσασταν |
αυτός/-ή/-ό | θα πληρωνόταν |
αυτοί/-ές/-ά | θα πληρώνονταν |
|
Imperativo imperfectivo |
εσύ | πληρώνου |
εσείς | πληρώνεστε |
|
Imperativo perfectivo |
εσύ | πληρώσου |
εσείς | πληρωθείτε |
|
Tiempos Compuestos |
Perfecto |
εγώ | έχω πληρωστεί |
εμείς | έχουμε πληρωστεί |
εσύ | έχεις πληρωστεί |
εσείς | έχετε πληρωστεί |
αυτός/-ή/-ό | έχει πληρωστεί |
αυτοί/-ές/-ά | έχουν πληρωστεί |
|
Pluscuamperfecto |
εγώ | είχα πληρωθεί |
εμείς | είχαμε πληρωθεί |
εσύ | είχες πληρωθεί |
εσείς | είχατε πληρωθεί |
αυτός/-ή/-ό | είχε πληρωθεί |
αυτοί/-ές/-ά | είχαν πληρωθεί |
|
Futuro Perfecto |
εγώ | θα έχω πληρωθεί |
εμείς | θα έχουμε πληρωθεί |
εσύ | θα έχεις πληρωθεί |
εσείς | θα έχετε πληρωθεί |
αυτός/-ή/-ό | θα έχει πληρωθεί |
αυτοί/-ές/-ά | θα έχουν πληρωθεί |
|