ψωμί
Apariencia
Griego
[editar]ψωμί | |
pronunciación (AFI) | [psoˈmi] |
Etimología
[editar]Del griego medieval ψωμί < del griego antiguo (koine) ψωμίον diminutivo < del griego antiguo ψωμός = bocado.
Sustantivo neutro
[editar]Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativo | ψωμί | ψωμιά |
Acusativo | ψωμί | ψωμιά |
Genitivo | ψωμιού | ψωμιών |
Vocativo | ψωμί | ψωμιά |
- 1 Gastronomía
- Pan.
- Derivados: ψωμάδαινα, ψωμάδικο, ψωμάκι, ψωμάς, ψωμιέρα, ψωμίζω, ψωμοζήτης, ψωμοζητώ, ψωμοζώ, ψωμο-, ψωμό-, ψωμόλυσσα, ψωμοτρώγω, ψωμοτύρι, ψωμοφάγισσα, ψωμοφάγος, ψωμοφαγού, ψωμώνω.
Locuciones
[editar]- άζυμο ψωμί - pan ácimo
- λευκό ψωμί - pan blanco
- μαύρο ψωμί - pan negro
- πολύσπορο ψωμί - pan de semillas
- ψωμί ολικής αλέσης - pan integral
- βγάζω το ψωμί μου - ganarse el pan
- για μια μπουκιά ψωμί, για ένα κομμάτι ψωμί - por un pedazo de pan